- γίνωμα
- τοτο ωρίμασμα: Το γίνωμα των καρπών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γίνωμα — και γένωμα, το 1. η ωρίμανση τών καρπών 2. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η ωρίμανση 3. η ζύμωση, το ανέβασμα τού ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. τού αορ. Έγινα τού ρ. γίνομαι] … Dictionary of Greek
γινωσιά — η το γίνωμα* … Dictionary of Greek
κάμωμα — το [καμώνω] (Μ κάμωμα[ν] και κάμουμα) 1. ενέργεια, έργο, πράξη 2. ίδρυση, κατασκευή, φτειάξιμο 3. (ιδίως στον πληθ.) τα καμώματα τα κατορθώματα νεοελλ. 1. (για καρπούς) ωρίμαση, γίνωμα, ωρίμασμα 2. (μτφ., στον πληθ.) τα καμώματα α) πείσματα,… … Dictionary of Greek
μέστωμα — το (Α μέστωμα) [μεστώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεστώνω, πλήρωση, γέμισμα νεοελλ. 1. (για καρπούς και δημητριακά) ωρίμαση, ωριμότητα, γίνωμα («το μέστωμα τού καλαμποκιού») 2. μτφ. η πάχυνση αρχ. αφθονία, πλησμονή … Dictionary of Greek
πέπανσις — άνσεως, ἡ, Α [πεπαίνω] 1. (για καρπούς) 1. ωρίμαση, γίνωμα 2. (για οιδήματα) μαλάκωμα … Dictionary of Greek
τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… … Dictionary of Greek
ωριμότητα — η η κατάσταση του ώριμου, το ωρίμασμα, το γίνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)